Ἀλφεόν

Ἀλφεόν
Ἀλφεός
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαμαντορόας — ἀκαμαντορόας, ο (Α) εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα «ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + ῥέω] …   Dictionary of Greek

  • ευρυδίνης — εὐριδίνης και εὐρυδίνας, ὁ (Α) αυτός που σχηματίζει μεγάλη δίνη, αυτός που ρέει με μεγάλες δίνες («παρ εὐρυδίναν Ἀλφεόν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δίνη] …   Dictionary of Greek

  • ευρυρέων — εὐρυρέων, ουσα, ον (Α) αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέων (< ρέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”